Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκαυστόω
ἀκαύστωσις
ἀκαυτηρίαστος
ἄκαυτος
ἀκάχημαι
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
ἀκαχύνω
ἀκέανος
ἀκέαστος
ἀκειόμενος
ἀκεῖον
ἀκειρεκόμης
ἀκέλευθος
ἀκέλευμνον
ἀκέλευστος
ἀκέλλεα<ν>
ἀκέλυφος
ἀκενόδοξος
ἀκενόσπουδος
ἀκέντητος
View word page
ἀκειόμενος
ἀκειόμενος, v. sub ἀκέομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκειόμενος
Headword (normalized):
ἀκειόμενος
Headword (normalized/stripped):
ακειομενος
IDX:
3061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3062
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκειόμενος</span>, v. sub <span class="foreign greek">ἀκέομαι</span>.</div><br><br>'}