Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐγχέσπαλος
ἐγχεσφόρος
ἐγχέω
ἔγχηλος
ἐγχθόνιος
ἐγχίδιον
ἐγχίκτυπος
ἐγχλαινόομαι
ἐγχλαμυδόομαι
ἐγχλιαίνω
ἐγχλίαμα
ἐγχλίω
ἐγχλοάω
ἔγχλοος
ἐγχλωρίζω
ἔγχλωρος
ἔγχνοος
ἐγχόδια
ἐγχοιριλόω
ἐγχονδρίζω
ἔγχονδρος
View word page
ἐγχλίαμα
ἐγχλίαμα· μαῦρον ὄνομα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐγχλίαμα
Headword (normalized):
ἐγχλίαμα
Headword (normalized/stripped):
εγχλιαμα
IDX:
30587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30588
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐγχλίαμα·</span> <span class="foreign greek">μαῦρον ὄνομα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}