Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐγχαλκεύω
ἔγχαλκος
ἐγχανδής
ἐγχαρακτέον
ἐγχάραξις
ἐγχαράσσω
ἐγχαρίζομαι
ἐγχάσκω
ἐγχέζω
ἐγχειβρόμος
ἐγχειγάστωρ
ἐγχεῖδαι
ἐγχείη1
ἐγχείη2
ἐγχεικέραυνος
ἐγχειμάζω
ἐγχείμαργος
ἐγχείμορος
ἐγχειρέω
ἐγχείρησις
ἐγχειρητέον
View word page
ἐγχειγάστωρ
ἐγχει-γάστωρ·
ὁ διὰ τοῦ δόρατος ζῶν
,
Zonar.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐγχειγάστωρ
Headword (normalized):
ἐγχειγάστωρ
Headword (normalized/stripped):
εγχειγαστωρ
IDX:
30542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30543
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐγχει-γάστωρ·</span> <span class="foreign greek">ὁ διὰ τοῦ δόρατος ζῶν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zonar.</span> </span> </div><br><br>'}