Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγαλματίας
ἀγαλμάτιον
ἀγαλματίτης
ἀγαλματογλύφος
ἀγαλματοποιέω
ἀγαλματοποιητικός
ἀγαλματοποιΐα
ἀγαλματοποιικός
ἀγαλματοποιός
ἀγαλματουργία
ἀγαλματουργικός
ἀγαλματουργός
ἀγαλματοφορέω
ἀγαλματοφόρος
ἀγαλματοφώρας
ἀγαλματόω
ἀγαλματώδης
ἀγαλμητόν
ἀγαλμοειδής
ἀγαλμοτυπεύς
ἀγάλοχον
View word page
ἀγαλματουργικός
ἀγαλματ-ουργικός, , όν,
A). = ἀγαλματοποιικός , ibid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγαλματουργικός
Headword (normalized):
ἀγαλματουργικός
Headword (normalized/stripped):
αγαλματουργικος
IDX:
304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-305
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγαλματ-ουργικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀγαλματοποιικός</span> , ibid.</div> </div><br><br>'}