Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐγκωμάζω
ἐγκωμιάζω
ἐγκωμιαστέον
ἐγκωμιαστής
ἐγκωμιαστικός
ἐγκωμιαστός
ἐγκωμικός
ἐγκωμιογράφος
ἐγκωμιολογικόν
ἐγκωμιολόγος
ἐγκώμιον
ἐγκώμιος
ἔγκων
ἐγκώπαια
ἔγκωπον
ἔγμα
ἐγξέω
ἐγξηραίνω
ἔγξυλος
ἐγξύρω
ἐγξύω
View word page
ἐγκώμιον
ἐγκώμιον, τό, v. sq. 11.2 .


ShortDef

encomium, laudatory composition

Debugging

Headword:
ἐγκώμιον
Headword (normalized):
ἐγκώμιον
Headword (normalized/stripped):
εγκωμιον
IDX:
30498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30499
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐγκώμιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, v. sq. <span class="bibl"> 11.2 </span>.</div><br><br>'}