Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐγκυτί
ἐγκύφωσις
ἐγκώλεος
ἐγκωλύω
ἐγκωμάζω
ἐγκωμιάζω
ἐγκωμιαστέον
ἐγκωμιαστής
ἐγκωμιαστικός
ἐγκωμιαστός
ἐγκωμικός
ἐγκωμιογράφος
ἐγκωμιολογικόν
ἐγκωμιολόγος
ἐγκώμιον
ἐγκώμιος
ἔγκων
ἐγκώπαια
ἔγκωπον
ἔγμα
ἐγξέω
View word page
ἐγκωμικός
ἐγκωμικός
,
ή
,
όν
,
A).
=
ἐγκωμιαστικός, λόγοι
IG
12(9).95a
(Tamynae).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐγκωμικός
Headword (normalized):
ἐγκωμικός
Headword (normalized/stripped):
εγκωμικος
IDX:
30494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30495
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐγκωμικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἐγκωμιαστικός, λόγοι</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12(9).95a </span> (Tamynae).</div> </div><br><br>'}