Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐγκτάομαι
ἐγκτερεΐζω
ἔγκτημα
ἔγκτησις
ἐγκτητικόν
ἔγκτητος
ἐγκτήτωρ
ἐγκτίζω
ἔγκυαρ
ἐγκυβιστάω
ἔγκυδον
ἐγκυέομαι
ἐγκύησις
ἐγκυητήριον
ἐγκυκάω
ἐγκυκλέομαι
ἐγκύκληθρον
ἐγκύκλημα
ἐγκυκλίζω
ἐγκύκλιος
ἐγκυκλοπαιδεία
View word page
ἔγκυδον
ἔγκῡδον· ἔνδοξον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔγκυδον
Headword (normalized):
ἔγκυδον
Headword (normalized/stripped):
εγκυδον
IDX:
30450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30451
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔγκῡδον·</span> <span class="foreign greek">ἔνδοξον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}