Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐγκράτησις
ἐγκρατίτης
ἐγκρατούντως
ἐγκραυγάζω
ἐγκρέκων
ἐγκρεμάννυμαι
ἐγκρέμασις
ἐγκρί
ἐγκριδοπώλης
ἐγκρικάδεια
ἐγκρίκια
ἐγκρικόω
ἐγκρίμναμαι
ἐγκρίνω
ἐγκρίς
ἔγκρισις
ἐγκριτήριος
ἔγκριτος
ἐγκροαίνω
ἐγκροστόω
ἐγκρόταφος
View word page
ἐγκρίκια
ἐγκρίκια· ξύλα κεκαμμένα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐγκρίκια
Headword (normalized):
ἐγκρίκια
Headword (normalized/stripped):
εγκρικια
IDX:
30416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30417
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐγκρίκια·</span> <span class="foreign greek">ξύλα κεκαμμένα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}