Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐγκοπτικός
ἐγκόπτω
ἐγκορδυλέω
ἐγκορύπτω
ἐγκοσμέω
ἐγκόσμιος
ἐγκοσμογενεῖς
ἐγκοτέω
ἐγκότημα
ἐγκότησις
ἐγκοτητικός
ἔγκοτος
ἐγκοτύλη
ἐγκουράς
ἐγκραγγάνω
ἐγκράζω
ἐγκραιπαλάω
ἐγκράνιον
ἔγκρασις
ἐγκρασίχολος
ἐγκράτεια
View word page
ἐγκοτητικός
ἐγκοτ-ητικός
,
A).
gloss on
ζάκοτος
,
Apollon.
Lex.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐγκοτητικός
Headword (normalized):
ἐγκοτητικός
Headword (normalized/stripped):
εγκοτητικος
IDX:
30390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30391
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐγκοτ-ητικός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ζάκοτος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Apollon.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lex.</span> </span> </div> </div><br><br>'}