Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐγκοπή
ἐγκοπιάω
ἔγκοπος
ἔγκοπρος
ἐγκοπτικός
ἐγκόπτω
ἐγκορδυλέω
ἐγκορύπτω
ἐγκοσμέω
ἐγκόσμιος
ἐγκοσμογενεῖς
ἐγκοτέω
ἐγκότημα
ἐγκότησις
ἐγκοτητικός
ἔγκοτος
ἐγκοτύλη
ἐγκουράς
ἐγκραγγάνω
ἐγκράζω
ἐγκραιπαλάω
View word page
ἐγκοσμογενεῖς
ἐγκοσμογενεῖς· τοὺς ἅμα τῷ κόσμῳ ἐγκριθέντας, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐγκοσμογενεῖς
Headword (normalized):
ἐγκοσμογενεῖς
Headword (normalized/stripped):
εγκοσμογενεις
IDX:
30386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30387
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐγκοσμογενεῖς·</span> <span class="foreign greek">τοὺς ἅμα τῷ κόσμῳ ἐγκριθέντας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}