ἐγκολπίζω
ἐγκολπ-ίζω,
II). Med., with pf. Pass., take in one's bosom, ὥσπερ ἑρπετὰ τοὺς ἀπορρήτους λόγους , cf. 2.508d ; 1.4.6 embrace, θεὸς ἐγκεκόλπισται τὰ ὅλα ; 1.425 περίοδος πολλοὺς ἀγκῶνας ἐγκολπιζομένη a period embracing many turns of expression, Dem. 4 (vulg. ἐγκαλλωπιζομένη); [ἰχθῦς] ἐ. τῇ σαγήνῃ to catch fish in the belly of the net, . 1.18