Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκατάσχαστος
ἀκατασχεσία
ἀκατάσχετος
ἀκατάτακτος
ἀκατάτρητος
ἀκατάτριπτος
ἀκαταύγαστος
ἀκατάφθορος
ἀκαταφόρητος
ἀκαταφρόνητος
ἀκαταχρημάτιστος
ἀκατάχρηστος
ἀκαταχώριστος
ἀκατάψευστος
ἀκάτειος
ἀκατέργαστος
ἀκατεύναστος
ἀκατηγόρητος
ἀκατήχητος
ἀκάτιον
ἀκατίς
View word page
ἀκαταχρημάτιστος
ἀκατα-χρημάτιστος,
A). not encumbered with debt, PTeb. 318.1 (ii A. D.), PFlor. 28b , Sammelb. 364 (Alexandria), etc.


ShortDef

not encumbered with debt

Debugging

Headword:
ἀκαταχρημάτιστος
Headword (normalized):
ἀκαταχρημάτιστος
Headword (normalized/stripped):
ακαταχρηματιστος
IDX:
3032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3033
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκατα-χρημάτιστος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not encumbered with debt,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PTeb.</span> 318.1 </span> (ii A. D.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PFlor.</span> 28b </span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sammelb.</span> 364 </span> (Alexandria), etc.</div> </div><br><br>'}