Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐγκληρόομαι
ἔγκληρος
ἐγκλησία
ἔγκλησις
ἐγκλητέος
ἔγκλητος
ἐγκλῄω
ἐγκλιδόν
ἔγκλιζε
ἔγκλιμα
ἐγκλιματικός
ἐγκλίνω
ἐγκλίς
ἔγκλισις
ἐγκλιτέον
ἐγκλιτικός
ἐγκλοιόω
ἐγκλονέομαι
ἐγκλυδάζομαι
ἐγκλύδαξις
ἐγκλυδαστικός
View word page
ἐγκλιματικός
ἐγκλῐμᾰτικός,
A). = ἐγκλιτικός , AB 1144 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐγκλιματικός
Headword (normalized):
ἐγκλιματικός
Headword (normalized/stripped):
εγκλιματικος
IDX:
30315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30316
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐγκλῐμᾰτικός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἐγκλιτικός</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 1144 </span>.</div> </div><br><br>'}