Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκατάστρεπτος
ἀκατάστροφος
ἀκατάσχαστος
ἀκατασχεσία
ἀκατάσχετος
ἀκατάτακτος
ἀκατάτρητος
ἀκατάτριπτος
ἀκαταύγαστος
ἀκατάφθορος
ἀκαταφόρητος
ἀκαταφρόνητος
ἀκαταχρημάτιστος
ἀκατάχρηστος
ἀκαταχώριστος
ἀκατάψευστος
ἀκάτειος
ἀκατέργαστος
ἀκατεύναστος
ἀκατηγόρητος
ἀκατήχητος
View word page
ἀκαταφόρητος
ἀκατα-φόρητος, ον,
A). not to be borne, Hsch. s.v. ἀνάρσιος .


ShortDef

not to be borne

Debugging

Headword:
ἀκαταφόρητος
Headword (normalized):
ἀκαταφόρητος
Headword (normalized/stripped):
ακαταφορητος
IDX:
3030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3031
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκατα-φόρητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not to be borne</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀνάρσιος</span> .</div> </div><br><br>'}