Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀκαταστόχαστος
ἀκατάστρεπτος
ἀκατάστροφος
ἀκατάσχαστος
ἀκατασχεσία
ἀκατάσχετος
ἀκατάτακτος
ἀκατάτρητος
ἀκατάτριπτος
ἀκαταύγαστος
ἀκατάφθορος
ἀκαταφόρητος
ἀκαταφρόνητος
ἀκαταχρημάτιστος
ἀκατάχρηστος
ἀκαταχώριστος
ἀκατάψευστος
ἀκάτειος
ἀκατέργαστος
ἀκατεύναστος
ἀκατηγόρητος
View word page
ἀκατάφθορος
ἀκατά-φθορος
,
A).
unharmed, safe
,
SIG
700.32
(ii B. C.).
ShortDef
unharmed, safe
Debugging
Headword:
ἀκατάφθορος
Headword (normalized):
ἀκατάφθορος
Headword (normalized/stripped):
ακαταφθορος
IDX:
3029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3030
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκατά-φθορος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">unharmed, safe</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">SIG</span> 700.32 </span> (ii B. C.).</div> </div><br><br>'}