Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐγκέχοδα
ἐγκηδεύω
ἐγκηρίς
ἔγκηροι
ἐγκηρόω
ἐγκηρύσσω
ἐγκιθαρίζω
ἐγκίκρημι
ἐγκιλικεύομαι
ἐγκιλικίζω
ἐγκιλικίστρια
ἐγκίλλαφον
ἐγκινδυνεύω
ἐγκινέομαι
ἐγκίνυμαι
ἐγκίρνημι
ἔγκιρρος
ἐγκισσάω
ἐγκισσεύομαι
ἐγκίσσησις
ἐγκλαστρίδια
View word page
ἐγκιλικίστρια
ἐγκῐλῐκ-ίστρια· περιαγνίστρια, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐγκιλικίστρια
Headword (normalized):
ἐγκιλικίστρια
Headword (normalized/stripped):
εγκιλικιστρια
IDX:
30282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30283
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐγκῐλῐκ-ίστρια·</span> <span class="foreign greek">περιαγνίστρια</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}