Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐγκεφαλίς
ἐγκεφαλίτης
ἐγκέχοδα
ἐγκηδεύω
ἐγκηρίς
ἔγκηροι
ἐγκηρόω
ἐγκηρύσσω
ἐγκιθαρίζω
ἐγκίκρημι
ἐγκιλικεύομαι
ἐγκιλικίζω
ἐγκιλικίστρια
ἐγκίλλαφον
ἐγκινδυνεύω
ἐγκινέομαι
ἐγκίνυμαι
ἐγκίρνημι
ἔγκιρρος
ἐγκισσάω
ἐγκισσεύομαι
View word page
ἐγκιλικεύομαι
ἐγκῐλῐκ-εύομαι
, = sq.,
Suid.
A).
s.v.
Κιλίκιος τράγος
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐγκιλικεύομαι
Headword (normalized):
ἐγκιλικεύομαι
Headword (normalized/stripped):
εγκιλικευομαι
IDX:
30280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30281
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐγκῐλῐκ-εύομαι</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">Κιλίκιος τράγος</span> .</div> </div><br><br>'}