Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐγκεραυλέω
ἐγκερτομέω
ἐγκέρχνω
ἐγκεφαλαίωμα
ἐγκεφάλιον
ἐγκεφαλίς
ἐγκεφαλίτης
ἐγκέχοδα
ἐγκηδεύω
ἐγκηρίς
ἔγκηροι
ἐγκηρόω
ἐγκηρύσσω
ἐγκιθαρίζω
ἐγκίκρημι
ἐγκιλικεύομαι
ἐγκιλικίζω
ἐγκιλικίστρια
ἐγκίλλαφον
ἐγκινδυνεύω
ἐγκινέομαι
View word page
ἔγκηροι
ἔγκηροι
(
κήρ
)
· θνητοί
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔγκηροι
Headword (normalized):
ἔγκηροι
Headword (normalized/stripped):
εγκηροι
IDX:
30275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30276
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔγκηροι</span> (<span class="etym greek">κήρ</span>)<span class="foreign greek">· θνητοί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}