ἐγκεφαλίτης
ἐγκεφᾰλ-ίτης [ῑ], ου, ὁ,
A). of the brain, μυελός ib.
4). ἐγκέφᾰλ-ος, ον,(κεφαλή) within the head: as Subst., ἐγκέφαλος (sc. μυελός), ὁ,
I). brain, , 3.300 , etc.; 9.458 τὸν ἐ. σεσεῖσθαι Nu. 1276 ; ὁ ἐ. ἐστιν ὁ τὰς αἰσθήσεις παρέχων τοῦ ἀκούειν κτλ. Phd. 96b , cf. Sens. 438b25 (but cf. Metaph. 1013a6 ).