ἐγκεράννυμι
ἐγκεράννῡμι or ἐγκεντ-ύω,
A). mix, esp. wine, οἶνόν τ’ ἐγκεράσασα πιεῖν ; 8.189 τρεῖς μόνους κρατῆρας ἐγκεραννύω (cf. 94.1 ἐγκίρνημι) ; ἐ. τι εἰς ὄνομα Cra. 427c :— Med., mix for oneself: metaph., concoct, πρήγματα μεγάλα ; 5.124 ἐγκεράσασθαι παιδιάν mix in a little amusement, Plt. 268d , cf. Am. 19 .
II). Pass., to be multiplied together, of numbers, Theol.Ar. 45 .