Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐγκελευσματικός
ἐγκελευσμός
ἐγκέλευστος
ἐγκελεύω
ἐγκέλλω
ἐγκεντέω
ἐγκέντρια
ἐγκεντρίζω
ἐγκεντρίς
ἐγκέντρισις
ἐγκέντρισμα
ἐγκεντρισμός
ἐγκεντριστής
ἔγκεντρος
ἐγκεντρόω
ἐγκεράννυμι
ἐγκέραστος
ἐγκεραυλέω
ἐγκερτομέω
ἐγκέρχνω
ἐγκεφαλαίωμα
View word page
ἐγκέντρισμα
ἐγκέντ-ρισμα, ατος, τό, = foreg., Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐγκέντρισμα
Headword (normalized):
ἐγκέντρισμα
Headword (normalized/stripped):
εγκεντρισμα
IDX:
30258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30259
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐγκέντ-ρισμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = foreg., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}