Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἔγκαυσις
ἐγκαυστήρια
ἐγκαυστής
ἐγκαυστικός
ἔγκαυστος
ἐγκαυχάομαι
ἔγκαφος
ἐγκαψικίδαλος
ἔγκειμαι
ἐγκείρω
ἐγκεκαροῦται
ἐγκεκλιμένως
ἐγκέλαδος
ἐγκέλευμα
ἐγκέλευσις
ἐγκελευσματικός
ἐγκελευσμός
ἐγκέλευστος
ἐγκελεύω
ἐγκέλλω
ἐγκεντέω
View word page
ἐγκεκαροῦται
ἐγκεκαροῦται. ἐγκαταβλέπει, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐγκεκαροῦται
Headword (normalized):
ἐγκεκαροῦται
Headword (normalized/stripped):
εγκεκαρουται
IDX:
30243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30244
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐγκεκαροῦται</span>. <span class="foreign greek">ἐγκαταβλέπει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}