ἐγκατοπτρίζομαι
ἐγκατ-οπτρίζομαι, Med., aor.-ίξασθαι IG 4.951.64 (Epid.):—
II). contemplate as in a mirror, τὸ τῆς τέχνης ἔργον Mir.Praef.
2). ἐγκατ-ορύσσω, Att. ἐγκάτ-ττω, bury in:— Pass., ἐγκατωρύχθαι τὴν ψυχὴν ἐν τῷ σώματι Rh. 6.5 , cf. Or. 6.189c .