Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐγκατατίλλω
ἐγκατατομή
ἐγκαταφλέγω
ἐγκαταφυσάω
ἐγκαταφύω
ἐγκαταχέω
ἐγκαταχρίω
ἐγκαταχώννυμι
ἐγκαταχωρίζω
ἐγκατειλέομαι
ἐγκατείργω
ἐγκατερείδω
ἐγκατεφάλλομαι
ἐγκατέχω
ἐγκατίλλω
ἐγκατιλλώπτω
ἐγκατόεις
ἐγκατοικέω
ἐγκατοικίζω
ἐγκατοικοδομέω
ἐγκάτοικος
View word page
ἐγκατείργω
ἐγκατ-είργω,
A). v. ἐγκαθείργω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐγκατείργω
Headword (normalized):
ἐγκατείργω
Headword (normalized/stripped):
εγκατειργω
IDX:
30214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30215
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐγκατ-είργω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐγκαθείργω</span> .</div> </div><br><br>'}