Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐγκατασφάττω
ἐγκατασχάζω
ἐγκαταταράσσω
ἐγκατατάσσω
ἐγκατατέμνω
ἐγκατατίθημι
ἐγκατατίλλω
ἐγκατατομή
ἐγκαταφλέγω
ἐγκαταφυσάω
ἐγκαταφύω
ἐγκαταχέω
ἐγκαταχρίω
ἐγκαταχώννυμι
ἐγκαταχωρίζω
ἐγκατειλέομαι
ἐγκατείργω
ἐγκατερείδω
ἐγκατεφάλλομαι
ἐγκατέχω
ἐγκατίλλω
View word page
ἐγκαταφύω
ἐγκατα-φύω,
A). gloss on ἠγκυροβόληται , Gal. 19.102 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐγκαταφύω
Headword (normalized):
ἐγκαταφύω
Headword (normalized/stripped):
εγκαταφυω
IDX:
30208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30209
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐγκατα-φύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἠγκυροβόληται</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.102 </span>.</div> </div><br><br>'}