Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκατάσειστος
ἀκατασήμαντος
ἀκατασκεύαστος
ἀκατάσκευος
ἀκατασκήνωτος
ἀκατάσκοπος
ἀκατασόφιστος
ἀκαταστασία
ἀκαταστατέω
ἀκατάστατος
ἀκαταστέριστος
ἀκαταστόχαστος
ἀκατάστρεπτος
ἀκατάστροφος
ἀκατάσχαστος
ἀκατασχεσία
ἀκατάσχετος
ἀκατάτακτος
ἀκατάτρητος
ἀκατάτριπτος
ἀκαταύγαστος
View word page
ἀκαταστέριστος
ἀκατ-αστέριστος, ον,
A). not arranged in constellations, οὐρανός Ach. Tat. Intr.Arat. 40 .


ShortDef

not arranged in constellations

Debugging

Headword:
ἀκαταστέριστος
Headword (normalized):
ἀκαταστέριστος
Headword (normalized/stripped):
ακαταστεριστος
IDX:
3018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3019
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκατ-αστέριστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not arranged in constellations</span>, <span class="foreign greek">οὐρανός</span> Ach. Tat.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Intr.Arat.</span> 40 </span>.</div> </div><br><br>'}