Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐγκαταπαίζω
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκαταπίμπρημι
ἐγκαταπίνομαι
ἐγκαταπίπτω
ἐγκαταπλέκω
ἐγκαταπνίγω
ἐγκατάποσις
ἐγκαταριθμέω
ἐγκαταρράπτω
ἐγκατασβέννυμι
ἐγκατασήπομαι
ἐγκατασκευάζω
ἐγκατάσκευος
ἐγκατασκήπτω
ἐγκατάσκηψις
ἐγκατασκιρόομαι
ἐγκατασπείρω
ἐγκαταστηρίζω
ἐγκαταστοιχειόομαι
ἐγκαταστρέφω
View word page
ἐγκατασβέννυμι
ἐγκατα-σβέννῡμι or ἐγκατα-ύω,
A). quench in a thing, τὸ λογικὸν ἐγκατές βεσται τῆσψυχῆς Plu. 2.975c , cf. 987d .


ShortDef

quench in

Debugging

Headword:
ἐγκατασβέννυμι
Headword (normalized):
ἐγκατασβέννυμι
Headword (normalized/stripped):
εγκατασβεννυμι
IDX:
30187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30188
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐγκατα-σβέννῡμι</span> or <span class="orth greek">ἐγκατα-ύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">quench in</span> a thing, <span class="quote greek">τὸ λογικὸν ἐγκατές βεσται τῆσψυχῆς</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.975c </span> , cf.<span class="bibl"> 987d </span>.</div> </div><br><br>'}