Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐγκαταμένω
ἐγκατάμιξις
ἐγκαταμίσγω
ἐγκαταμυκτηρίζω
ἐγκατάνα
ἐγκαταναίω
ἐγκατανέμω
ἐγκαταντλέω
ἐγκάταντλμσις
ἐγκατανωτίζομαι
ἐγκατάξηρος
ἐγκαταπαίζω
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκαταπίμπρημι
ἐγκαταπίνομαι
ἐγκαταπίπτω
ἐγκαταπλέκω
ἐγκαταπνίγω
ἐγκατάποσις
ἐγκαταριθμέω
ἐγκαταρράπτω
View word page
ἐγκατάξηρος
ἐγκατά-ξηρος, ον,
A). dry, opp. κάθυγρος, γῆ Gp. 2.13 tit.


ShortDef

dry

Debugging

Headword:
ἐγκατάξηρος
Headword (normalized):
ἐγκατάξηρος
Headword (normalized/stripped):
εγκαταξηρος
IDX:
30176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30177
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐγκατά-ξηρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dry</span>, opp. <span class="quote greek">κάθυγρος, γῆ</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 2.13 </span> tit.</div> </div><br><br>'}