Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐγκατάληψις
ἐγκαταλιμπάνω
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταλοχίζω
ἐγκαταμείγνυμι
ἐγκαταμεμιγμένως
ἐγκαταμένω
ἐγκατάμιξις
ἐγκαταμίσγω
ἐγκαταμυκτηρίζω
ἐγκατάνα
ἐγκαταναίω
ἐγκατανέμω
ἐγκαταντλέω
ἐγκάταντλμσις
ἐγκατανωτίζομαι
ἐγκατάξηρος
ἐγκαταπαίζω
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκαταπίμπρημι
ἐγκαταπίνομαι
View word page
ἐγκατάνα
ἐγκατάνα· κατὰ γνώμην, κατὰ νοῦν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐγκατάνα
Headword (normalized):
ἐγκατάνα
Headword (normalized/stripped):
εγκατανα
IDX:
30170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30171
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐγκατάνα·</span> <span class="foreign greek">κατὰ γνώμην, κατὰ νοῦν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}