Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐγκαταληπτικός
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλιμπάνω
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταλοχίζω
ἐγκαταμείγνυμι
ἐγκαταμεμιγμένως
ἐγκαταμένω
ἐγκατάμιξις
ἐγκαταμίσγω
ἐγκαταμυκτηρίζω
ἐγκατάνα
ἐγκαταναίω
ἐγκατανέμω
ἐγκαταντλέω
ἐγκάταντλμσις
ἐγκατανωτίζομαι
ἐγκατάξηρος
ἐγκαταπαίζω
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκαταπίμπρημι
View word page
ἐγκαταμυκτηρίζω
ἐγκατα-μυκτηρίζω,
A). gloss on ἐγκατιλλῶψαι , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐγκαταμυκτηρίζω
Headword (normalized):
ἐγκαταμυκτηρίζω
Headword (normalized/stripped):
εγκαταμυκτηριζω
IDX:
30169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30170
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐγκατα-μυκτηρίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἐγκατιλλῶψαι</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}