Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκατάλειμμα
ἐγκαταλείπω
ἐγκαταλείφω
ἐγκατάλειψις
ἐγκαταλεκτέος
ἐγκαταληπτικός
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλιμπάνω
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταλοχίζω
ἐγκαταμείγνυμι
ἐγκαταμεμιγμένως
ἐγκαταμένω
ἐγκατάμιξις
ἐγκαταμίσγω
ἐγκαταμυκτηρίζω
ἐγκατάνα
ἐγκαταναίω
ἐγκατανέμω
View word page
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκατα-λογίζομαι,
A). reckon in, Is. 11.45 .


ShortDef

to reckon in

Debugging

Headword:
ἐγκαταλογίζομαι
Headword (normalized):
ἐγκαταλογίζομαι
Headword (normalized/stripped):
εγκαταλογιζομαι
IDX:
30162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30163
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐγκατα-λογίζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">reckon in</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0017.tlg0011:45" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0017.tlg0011:45/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Is.</span> 11.45 </a>.</div> </div><br><br>'}