Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκατακρύπτω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκατάλειμμα
ἐγκαταλείπω
ἐγκαταλείφω
ἐγκατάλειψις
ἐγκαταλεκτέος
ἐγκαταληπτικός
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλιμπάνω
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταλοχίζω
ἐγκαταμείγνυμι
ἐγκαταμεμιγμένως
ἐγκαταμένω
ἐγκατάμιξις
ἐγκαταμίσγω
ἐγκαταμυκτηρίζω
View word page
ἐγκαταληπτικός
ἐγκατα-ληπτικός, , όν,
A). inclusive, Gal. 19.235 .


ShortDef

inclusive

Debugging

Headword:
ἐγκαταληπτικός
Headword (normalized):
ἐγκαταληπτικός
Headword (normalized/stripped):
εγκαταληπτικος
IDX:
30159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30160
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐγκατα-ληπτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">inclusive</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.235 </span>.</div> </div><br><br>'}