Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐγκαταδέω
ἐγκαταδύνω
ἐγκαταζεύγνυμι
ἐγκαταθνῄσκω
ἐγκατάκειμαι
ἐγκατακενόω
ἐγκατάκλεισις
ἐγκατάκλειστος
ἐγκατακλείω
ἐγκατακλίνω
ἐγκατακλώθω
ἐγκατακνακομιγής
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκατακρύπτω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκατάλειμμα
ἐγκαταλείπω
ἐγκαταλείφω
ἐγκατάλειψις
View word page
ἐγκατακλώθω
ἐγκατα-κλώθω,
A). interweave, Hsch.


ShortDef

interweave

Debugging

Headword:
ἐγκατακλώθω
Headword (normalized):
ἐγκατακλώθω
Headword (normalized/stripped):
εγκατακλωθω
IDX:
30147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30148
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐγκατα-κλώθω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">interweave</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}