Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐγκαταγράφω
ἐγκαταδαμάζω
ἐγκαταδαρθάνω
ἐγκαταδέω
ἐγκαταδύνω
ἐγκαταζεύγνυμι
ἐγκαταθνῄσκω
ἐγκατάκειμαι
ἐγκατακενόω
ἐγκατάκλεισις
ἐγκατάκλειστος
ἐγκατακλείω
ἐγκατακλίνω
ἐγκατακλώθω
ἐγκατακνακομιγής
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκατακρύπτω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκατάλειμμα
View word page
ἐγκατάκλειστος
ἐγκατά-κλειστος
,
ον
,
A).
shut up in
a place,
E.
Fr.
1132.39
.
ShortDef
shut up in
Debugging
Headword:
ἐγκατάκλειστος
Headword (normalized):
ἐγκατάκλειστος
Headword (normalized/stripped):
εγκατακλειστος
IDX:
30144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30145
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐγκατά-κλειστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">shut up in</span> a place, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 1132.39 </span>.</div> </div><br><br>'}