Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκατάποτος
ἀκαταπράϋντος
ἀκαταπτόητος
ἀκατάπτωτος
ἀκατάσβεστος
ἀκατάσειστος
ἀκατασήμαντος
ἀκατασκεύαστος
ἀκατάσκευος
ἀκατασκήνωτος
ἀκατάσκοπος
ἀκατασόφιστος
ἀκαταστασία
ἀκαταστατέω
ἀκατάστατος
ἀκαταστέριστος
ἀκαταστόχαστος
ἀκατάστρεπτος
ἀκατάστροφος
ἀκατάσχαστος
ἀκατασχεσία
View word page
ἀκατάσκοπος
ἀκατά-σκοπος, ον,
A). gloss on ἀνώϊστος , Sch. Opp. C. 4.101 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκατάσκοπος
Headword (normalized):
ἀκατάσκοπος
Headword (normalized/stripped):
ακατασκοπος
IDX:
3013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3014
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκατά-σκοπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἀνώϊστος</span> , Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0024.tlg001.perseus-grc1:4:101" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0024.tlg001.perseus-grc1:4.101/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Opp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">C.</span> 4.101 </a>.</div> </div><br><br>'}