Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐγκανάσσω
ἐγκαναχάομαι
ἐγκάνθιος
ἐγκανθίς
ἐγκαπῆ
ἐγκάπτω
ἔγκαρ
ἐγκαρδιαῖος
ἐγκάρδιος
ἔγκαρος
ἐγκαρπασθέντας
ἐγκαρπία
ἐγκάρπιος
ἔγκαρπος
ἐγκάρπωσις
ἐγκάρσιος
ἐγκαρτερέω
ἐγκάς
ἔγκατα
ἐγκαταβαίνω
ἐγκαταβάλλω
View word page
ἐγκαρπασθέντας
ἐγκαρπ-ασθέντας· ἐγκριθέντας, ἐντυχόντας, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐγκαρπασθέντας
Headword (normalized):
ἐγκαρπασθέντας
Headword (normalized/stripped):
εγκαρπασθεντας
IDX:
30118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30119
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐγκαρπ-ασθέντας·</span> <span class="foreign greek">ἐγκριθέντας, ἐντυχόντας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}