Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐγερσίνοος
ἔγερσις
ἐγερσιφαής
ἐγερσίχορος
ἐγερτέον
ἐγερτήριον
ἐγερτί
ἐγερτικός
ἐγερτός
ἐγvηληθίωντι
ἐγκαθαιρέω
ἐγκαθαρμόζω
ἐγκάθεδρος
ἐγκαθέζομαι
ἐγκαθείργω
ἐγκάθειρκτος
ἐγκάθετος
ἐγκαθεύδω
ἐγκαθέψω
ἐγκαθηβάω
ἐγκαθηλόω
View word page
ἐγκαθαιρέω
ἐγκαθαιρέω, aor. inf. ἐγκαθελεῖν· καταβαλεῖν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐγκαθαιρέω
Headword (normalized):
ἐγκαθαιρέω
Headword (normalized/stripped):
εγκαθαιρεω
IDX:
30059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-30060
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐγκαθαιρέω</span>, aor. inf. <span class="foreign greek">ἐγκαθελεῖν· καταβαλεῖν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}