Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκατάμικτος
ἀκατανάγκαστος
ἀκατανέμητος
ἀκατανόητος
ἀκατάξεστος
ἀκαταπάλαιστος
ἀκαταπάτητος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάπληκτος
ἀκαταπληξία
ἀκαταπόνητος
ἀκατάποτος
ἀκαταπράϋντος
ἀκαταπτόητος
ἀκατάπτωτος
ἀκατάσβεστος
ἀκατάσειστος
ἀκατασήμαντος
ἀκατασκεύαστος
ἀκατάσκευος
ἀκατασκήνωτος
View word page
ἀκαταπόνητος
ἀκατα-πόνητος, ον,
A). inexhaustible, Philol. 21 , Theol.Ar. 15 .


ShortDef

inexhaustible

Debugging

Headword:
ἀκαταπόνητος
Headword (normalized):
ἀκαταπόνητος
Headword (normalized/stripped):
ακαταπονητος
IDX:
3002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3003
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκατα-πόνητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">inexhaustible</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1596.tlg001:21" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1596.tlg001:21/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Philol.</span> 21 </a>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Theol.Ar.</span> 15 </span>.</div> </div><br><br>'}