Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκαταμαρτύρητος
ἀκαταμάχητος
ἀκαταμέμπτως
ἀκαταμέτρητος
ἀκατάμικτος
ἀκατανάγκαστος
ἀκατανέμητος
ἀκατανόητος
ἀκατάξεστος
ἀκαταπάλαιστος
ἀκαταπάτητος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάπληκτος
ἀκαταπληξία
ἀκαταπόνητος
ἀκατάποτος
ἀκαταπράϋντος
ἀκαταπτόητος
ἀκατάπτωτος
ἀκατάσβεστος
ἀκατάσειστος
View word page
ἀκαταπάτητος
ἀκατα-πάτητος, ον, v. l. for ἀκατάποτος (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκαταπάτητος
Headword (normalized):
ἀκαταπάτητος
Headword (normalized/stripped):
ακαταπατητος
IDX:
2998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2999
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκατα-πάτητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, v. l. for <span class="foreign greek">ἀκατάποτος</span> (q. v.).</div><br><br>'}