Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ἀκάταλλος
ἀκατάλυτος
ἀκαταμάθητος
ἀκατάμακτος
ἀκαταμαρτύρητος
ἀκαταμάχητος
ἀκαταμέμπτως
ἀκαταμέτρητος
ἀκατάμικτος
ἀκατανάγκαστος
ἀκατανέμητος
ἀκατανόητος
ἀκατάξεστος
ἀκαταπάλαιστος
ἀκαταπάτητος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάπληκτος
ἀκαταπληξία
ἀκαταπόνητος
ἀκατάποτος
ἀκαταπράϋντος
View word page
ἀκατανέμητος
ἀκατα-νέμητος, ον,
A). not pastured, PTeb. 66.75 (ii B. C.).


ShortDef

not pastured

Debugging

Headword:
ἀκατανέμητος
Headword (normalized):
ἀκατανέμητος
Headword (normalized/stripped):
ακατανεμητος
IDX:
2994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2995
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκατα-νέμητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not pastured,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PTeb.</span> 66.75 </span> (ii B. C.).</div> </div><br><br>'}