Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκαταλληλία
ἀκατάλληλος
Ἀκάταλλος
ἀκατάλυτος
ἀκαταμάθητος
ἀκατάμακτος
ἀκαταμαρτύρητος
ἀκαταμάχητος
ἀκαταμέμπτως
ἀκαταμέτρητος
ἀκατάμικτος
ἀκατανάγκαστος
ἀκατανέμητος
ἀκατανόητος
ἀκατάξεστος
ἀκαταπάλαιστος
ἀκαταπάτητος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάπληκτος
ἀκαταπληξία
ἀκαταπόνητος
View word page
ἀκατάμικτος
ἀκατά-μικτος, ον,
A). not to be met with, rare, Gloss.


ShortDef

not to be met with, rare

Debugging

Headword:
ἀκατάμικτος
Headword (normalized):
ἀκατάμικτος
Headword (normalized/stripped):
ακαταμικτος
IDX:
2992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2993
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκατά-μικτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not to be met with, rare,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}