Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑβδομηκοντάς
ἑβδομηκονταστάδιος
ἑβδομηκοντούτης
ἑβδομηκοστόδυος
ἑβδομηκοστόμονος
ἑβδομηκοστόπεμπτος
ἑβδομηκοστότριτος
ἑβδομηκοστός
ἕβδομος
ἐβέβλις
ἐβένη
ἐβένινος
ἐβενῖτις
ἔβενος
ἐβενότριχον
ἔβην
ἐβῆνοι
ἐβίσκος
ἔβλητο
Ἑβραῖος
ἐβρατάγησεν
View word page
ἐβένη
ἐβένη,
A). v. ἔβενος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐβένη
Headword (normalized):
ἐβένη
Headword (normalized/stripped):
εβενη
IDX:
29917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29918
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐβένη</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἔβενος</span> .</div> </div><br><br>'}