Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἑβδομηκοντάρουρος
ἑβδομηκοντάς
ἑβδομηκονταστάδιος
ἑβδομηκοντούτης
ἑβδομηκοστόδυος
ἑβδομηκοστόμονος
ἑβδομηκοστόπεμπτος
ἑβδομηκοστότριτος
ἑβδομηκοστός
ἕβδομος
ἐβέβλις
ἐβένη
ἐβένινος
ἐβενῖτις
ἔβενος
ἐβενότριχον
ἔβην
ἐβῆνοι
ἐβίσκος
ἔβλητο
Ἑβραῖος
View word page
ἐβέβλις
ἐβέβλις·
θήκη ἀργυρίου, καὶ κίστη
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐβέβλις
Headword (normalized):
ἐβέβλις
Headword (normalized/stripped):
εβεβλις
IDX:
29916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29917
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐβέβλις·</span> <span class="foreign greek">θήκη ἀργυρίου, καὶ κίστη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}