Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀκατάληπτος
ἀκατάλλακτος
ἀκαταλληλία
ἀκατάλληλος
Ἀκάταλλος
ἀκατάλυτος
ἀκαταμάθητος
ἀκατάμακτος
ἀκαταμαρτύρητος
ἀκαταμάχητος
ἀκαταμέμπτως
ἀκαταμέτρητος
ἀκατάμικτος
ἀκατανάγκαστος
ἀκατανέμητος
ἀκατανόητος
ἀκατάξεστος
ἀκαταπάλαιστος
ἀκαταπάτητος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάπληκτος
View word page
ἀκαταμέμπτως
ἀκατα-μέμπτως
, Adv.
A).
unexceptionably,
IG
12(7).231
(Amorgos).
ShortDef
unexceptionably
Debugging
Headword:
ἀκαταμέμπτως
Headword (normalized):
ἀκαταμέμπτως
Headword (normalized/stripped):
ακαταμεμπτως
IDX:
2990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2991
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκατα-μέμπτως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">unexceptionably,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 12(7).231 </span> (Amorgos).</div> </div><br><br>'}