Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἔασι
ἐασφόρος
ἐατέος
ἑαυτάδελφος
ἑαυτότης
ἑαυτοῦ
ἑάφθη
ἐάω
ἑάων
ἐβαδίαστον
ἐβάμωσεν
ἑβδεμαῖος
ἑβδεμήκοντα
ἑβδομαγενής
ἑβδομαγέτης
ἑβδομαδικός
ἑβδομάζω
ἑβδομαῖος
ἑβδομάκις
ἑβδομάς
ἑβδοματικός
View word page
ἐβάμωσεν
ἐβάμωσεν· ἡττήθη, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐβάμωσεν
Headword (normalized):
ἐβάμωσεν
Headword (normalized/stripped):
εβαμωσεν
IDX:
29885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29886
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐβάμωσεν·</span> <span class="foreign greek">ἡττήθη</span>, Id.</div><br><br>'}