Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δωροφορία
δωροφορικός
δωροφόρος
δωρύττομαι
δωρώνιον
δώς
δωσιάραις
δωσίβιος
δωσιδικία
δωσίδικος
δωσίπυγος
δώσων
δώτειρα
δωτήρ
δώτης
δωτινάζω
δωτίνη
δῶττις
δωτύς
Δωτώ
δώτωρ
View word page
δωσίπυγος
δωσῐ/-πῡγος or δοσίπῡγος, ον,
A). = κίναιδος , Suid. s.v. ἀφέλεια .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δωσίπυγος
Headword (normalized):
δωσίπυγος
Headword (normalized/stripped):
δωσιπυγος
IDX:
29842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29843
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δωσῐ/-πῡγος</span> or <span class="orth greek">δοσίπῡγος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κίναιδος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀφέλεια</span> .</div> </div><br><br>'}