Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δωρολήπτης
δωροληψία
δῶρον
δωροξενίας
δωροτελέω
δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφορία
δωροφορικός
δωροφόρος
δωρύττομαι
δωρώνιον
δώς
δωσιάραις
δωσίβιος
δωσιδικία
δωσίδικος
δωσίπυγος
δώσων
δώτειρα
δωτήρ
View word page
δωρύττομαι
δωρύττομαι, Dor. for δωρέομαι, Theoc. 7.43 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δωρύττομαι
Headword (normalized):
δωρύττομαι
Headword (normalized/stripped):
δωρυττομαι
IDX:
29835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29836
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δωρύττομαι</span>, Dor. for <span class="foreign greek">δωρέομαι</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:7:43" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:7.43/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theoc.</span> 7.43 </a>.</div><br><br>'}