Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δωροδοκέω
δωροδόκημα
δωροδοκία
δωροδοκιστί
δωροδόκος
δωροδοτέω
δωροδότης
δωροδοχεῖον
δωροκοπέω
δωροκοπία
δωροκόπος
δωροληπτέω
δωρολήπτης
δωροληψία
δῶρον
δωροξενίας
δωροτελέω
δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφορία
δωροφορικός
View word page
δωροκόπος
δωρο-κόπος
,
A).
one who bribes,
Gloss.
ShortDef
one who bribes
Debugging
Headword:
δωροκόπος
Headword (normalized):
δωροκόπος
Headword (normalized/stripped):
δωροκοπος
IDX:
29823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29824
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δωρο-κόπος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who bribes,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}