Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δωρίτης
δωρογραφία
δωρόδειπνος
δωροδέκτης
δωροδοκέω
δωροδόκημα
δωροδοκία
δωροδοκιστί
δωροδόκος
δωροδοτέω
δωροδότης
δωροδοχεῖον
δωροκοπέω
δωροκοπία
δωροκόπος
δωροληπτέω
δωρολήπτης
δωροληψία
δῶρον
δωροξενίας
δωροτελέω
View word page
δωροδότης
δωρο-δότης
,
ου
,
ὁ
,
A).
giver of presents
,
λάθας δ.
AP
12.49
(
Mel.
).
ShortDef
a giver of presents, a giver
Debugging
Headword:
δωροδότης
Headword (normalized):
δωροδότης
Headword (normalized/stripped):
δωροδοτης
IDX:
29819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29820
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δωρο-δότης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">giver of presents</span>, <span class="quote greek">λάθας δ.</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 12.49 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Mel.</span></span>).</div> </div><br><br>'}