Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Δωριστί
δωρίτης
δωρογραφία
δωρόδειπνος
δωροδέκτης
δωροδοκέω
δωροδόκημα
δωροδοκία
δωροδοκιστί
δωροδόκος
δωροδοτέω
δωροδότης
δωροδοχεῖον
δωροκοπέω
δωροκοπία
δωροκόπος
δωροληπτέω
δωρολήπτης
δωροληψία
δῶρον
δωροξενίας
View word page
δωροδοτέω
δωρο-δοτέω,
A). give presents, Aq. Ez. 16.33 .


ShortDef

give presents

Debugging

Headword:
δωροδοτέω
Headword (normalized):
δωροδοτέω
Headword (normalized/stripped):
δωροδοτεω
IDX:
29818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29819
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δωρο-δοτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">give presents</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ez.</span> 16.33 </span>.</div> </div><br><br>'}